ανακεφαλώνω

ανακεφαλώνω
1. ορθώνω, υψώνω το κεφάλι
2. αναλαμβάνω οικονομικά, γίνομαι κάτοχος περιουσίας
3. αναλαμβάνω σωματικά, αναρρώνω, συνέρχομαι
4. (για χρέος, τού οποίου οι τόκοι εξισώνονται με το κεφάλαιο) διπλασιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κεφαλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”